ηγητειρα

ηγητειρα
    ἡγήτειρα
    adj. f ведущая, направляющая, указывающая путь
    

(φωνή Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ηγητειρα" в других словарях:

  • ηγήτειρα — ἡγήτειρα, ἡ (Α) θηλ. τού Ηγητήρ. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ηγητήρ (πρβλ. δοτήρ > δότειρα, μνηστήρ > μνήστειρα)] …   Dictionary of Greek

  • ἡγήτειρα — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγητείρας — ἡγητείρᾱς , ἡγήτειρα fem acc pl ἡγητείρᾱς , ἡγήτειρα fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγήτειραν — ἡγήτειρα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηγητήρ — ἡγητήρ, δωρ. τ. ἁγητήρ, ὁ, θηλ. ἡγήτειρα (Α) [ηγούμαι] 1. καθοδηγητής, οδηγός, οδηγητής 2. αρχηγός, ηγέτης 3. το ψάρι «ναυκράτης ο οδηγός, που οδηγεί την αγέλη, αλλ. ηγεμών*, γνωστό σήμερα ως πιλότος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»